τέγεος

τέγεος

τέγεος, mit einem Dache versehen; τέγεοι ϑάλαμοι, Il. 6, 248, Gemacher der Frauen in dem obern Stockwerke des Hauses, wie ὑπερῷοι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέγεος — at masc/fem nom sg τέγος roof neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέγεος — ον, Α [τέγος] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή πάνω στην στέγη («δώδεκ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος …   Dictionary of Greek

  • τέγεον — τέγεος at masc/fem acc sg τέγεος at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγέους — τέγεος at masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγέων — τέγεος at masc/fem/neut gen pl τέγη fem gen pl (epic ionic) τέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέγεα — τέγεος at neut nom/voc/acc pl τέγος roof neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέγεοι — τέγεος at masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταντικρύ — και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ) επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.) αρχ. 1. αντιθέτως («κατὰ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • τέγος — εος και ους, τὸ, ΜΑ πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ. β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.) αρχ. 1. στέγη («τέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.) 2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* (< ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”