- τέκταινα
τέκταινα, ἡ, fem. zu τέκτων, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέκταινα, ἡ, fem. zu τέκτων, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέκταινα — Fr.anon. fem nom/voc sg τέκτων worker in wood fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκταινα — ἡ, Α βλ. τέκτονας … Dictionary of Greek
τεκταίνῃ — τέκταινα Fr.anon. fem dat sg (attic epic ionic) τέκτων worker in wood fem dat sg (attic epic ionic) τεκταίνομαι frame pres subj act 3rd sg τεκταίνομαι frame pres subj mp 2nd sg τεκταίνομαι frame pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tek̂Þ- — tek̂Þ English meaning: to plait; woodwork; carpenter Deutsche Übersetzung: “flechten, das Holzwerk of geflochtenen Hauses zusammenfũgen” Material: O.Ind. takṣati “behaut, bearbeitet, zimmert, verfertigt”, lengthened grade tü ṣ … Proto-Indo-European etymological dictionary
θεά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek