τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
τέττιξ — τέττῑξ , τέττιξ cicala masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
τεττίγιον — τὸ, Α [τέττιξ, ιγος] 1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας 2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ … Dictionary of Greek
τέττιγ' — τέττῑγα , τέττιξ cicala masc acc sg τέττῑγι , τέττιξ cicala masc dat sg τέττῑγε , τέττιξ cicala masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
τεττιγομήτρα — η, ΝΑ το κέλυφος μέσα στο οποίο υπάρχει ο τέττιξ, όταν είναι ακόμη στο στάδιο τής προνύμφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + μήτρα] … Dictionary of Greek
кречет — укр. кречет вид сокола , русск. цслав. кречетъ τέττιξ, польск. krzeczot – то же. Звукоподражательное; ср. крек, крехтать. Аналогичны лит. kirklỹs крикун; сверчок , kirkiù, kir̃kti пронзительно кричать , греч. κέρκνος ̇ἱέραξ η ἀλεκτρυών… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
щур — I I – птица Lохiа еnuсlеаtоr ; стриж, Hirundo riparia , кузнечик , укр. щур стриж , др. русск. щуръ – название птицы, цслав. щуръ τέττιξ, также в знач. ласточка , болг. щурец кузнечик (Чукалов), словен. ščurǝk кузнечик , чеш. štir скорпион , слвц … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Sauterelle (insecte) — Pour les articles homonymes, voir Sauterelle. Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme « Sauterelle » s applique en français à plusieurs taxons distincts … Wikipédia en Français