- τέτραξ
τέτραξ, αγος u. ακος, ὁ, ein wilder Vogel, wahrscheinlich der Auerhahn; Ar. Av. 884; Ath. IX, 398 aus Epicharm.; od. eine Trappenart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτραξ, αγος u. ακος, ὁ, ein wilder Vogel, wahrscheinlich der Auerhahn; Ar. Av. 884; Ath. IX, 398 aus Epicharm.; od. eine Trappenart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτραξ — wild birds masc nom/voc sg τέτραξ wild birds masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτραξ — αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και ακος, Α νεοελλ. ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλος μσν. αρχ. 1. ονομασία δύο άγριων πτηνών 2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγο αρχ. φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τετράξ — και τέτραξ, ὁ, Α το έτος επειδή αποτελείται από τέσσερεις εποχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + επίθημα αξ (πρβλ. κλῖμ αξ)] … Dictionary of Greek
τέτραγας — τέτραξ wild birds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτραγες — τέτραξ wild birds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρακα — τέτραξ wild birds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρακες — τέτραξ wild birds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρακι — τέτραξ wild birds masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρακος — τέτραξ wild birds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράζω — (I) Α [τέτραξ, αγος] κράζω όπως ο τέτραξ, ο φασιανός, κατά την ωοτοκία του. (II) Α [τετράς, άδος] τηρώ τις τετράδες τών γυμναστών … Dictionary of Greek
тетерев — род. п. а, тетеря, тетер(ь)ка, диал. тетера, тетёрка, арханг. (Подв.), уральск. (Даль), укр. тетервак, тетера, тетеря, блр. цецеря, др. русск. тетеревь, др. русск. основа на i (Соболевский, Лекции 198), русск. цслав. тетрѣвь φΒ̄σιΒ̄νος (ХII в.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера