τέρθρον

τέρθρον

τέρθρον, τό, 1) das Aeußerste, Höchste, Empedocl. 252; das darum in die Augen Fallende, Hippocr. – 2) das äußerste Ende der Segelstange; die Raa, κεραία, nach Andern Löcher in einer Vorrichtung oben am Mast, an der die Segelstange befestigt ist; also von τετραίνω abzuleiten, während die erste Bdtg auf τέρμα hinzuführen scheint, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρθρον — the end of the sail yard neut nom/voc/acc sg τέρθρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρθρα — τέρθρον the end of the sail yard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρθρων — τέρθρον the end of the sail yard neut gen pl τέρθρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τέρθριος — α, ο / τέρθριος, ία, ο, ΝΑ [τέρθρον] νεοελλ. ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού β. «τέρθριο σύσπαστο» η τσούντα) αρχ. 1. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • τέρθρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τέρθριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

  • τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και …   Dictionary of Greek

  • τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • τερθρεύς — έως, ὁ, Α (κυρίως ως κύριο όν.) ὁ Τερθρεύς (με ειρωνική σημ.) αυτός που χρησιμοποιεί σοφιστικά τεχνάσματα για να εξαπατήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα εύς (πρβλ. κουρ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”