- τέρθριος
τέρθριος, ὁ, ein Schiffsseil, ein Tau an der Raa, um die Segel aufzuspannen u. einzuziehen; Ar. Equ. 442; eigtl. adj., sc. κάλως, wie sich auch τέρϑριοι κάλωες finden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρθριος, ὁ, ein Schiffsseil, ein Tau an der Raa, um die Segel aufzuspannen u. einzuziehen; Ar. Equ. 442; eigtl. adj., sc. κάλως, wie sich auch τέρϑριοι κάλωες finden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρθριος — α, ο / τέρθριος, ία, ο, ΝΑ [τέρθρον] νεοελλ. ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού β. «τέρθριο σύσπαστο» η τσούντα) αρχ. 1. το αρσ.… … Dictionary of Greek
τερθρίους — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρθριοι — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρθριον — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρθρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τέρθριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek