- τέρμις
τέρμις, ιος, ὁ, = τέρμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρμις, ιος, ὁ, = τέρμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρμις — Α (κατά τον Ησύχ.) «πούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τερμιόεις] … Dictionary of Greek
τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… … Dictionary of Greek