τέρυς

τέρυς

τέρυς, υος, ὁ, ἡ, τέρυ, eigtl. abgerieben, aufgerieben, erschöpft, schwach; ἵππος, ein abgejagtes od. alterschwaches Pferd, wie τερύνης ὄνος, ein alter, abgetriebener Esel, Hesych. Das Wort scheint ursprünglich einerlei mit τέρην zu sein, welches aber ausschließlich im guten Sinne gebraucht wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] …   Dictionary of Greek

  • теленок — род. п. нка, телец, род. п. льца, телица, укр. теля, род. п. яти ср. р., др. русск. теля ср. р. теленок , тельць, телица, сербск. цслав. телѧ μόσχος, ст. слав. тельць μόσχος (Супр.), болг. теле ср. р., сербохорв. тѐле, род. п. ета, словен. tẹle …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τείρω — Α κατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ. β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ. γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< *τερ jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ter «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • τερίνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένη, οἱ δὲ τερπωλή». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τέρυς*] …   Dictionary of Greek

  • τερύνης — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἤ δυσανάληπτος γέρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς* «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna , αβεστ. tauruna «νέος, λεπτός»)] …   Dictionary of Greek

  • τερύσκομαι — Α 1. (κυρίως στο γ εν. πρόσ.) τερύσκεται (κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει» 2. (στο γ εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)] …   Dictionary of Greek

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”