τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] … Dictionary of Greek
теленок — род. п. нка, телец, род. п. льца, телица, укр. теля, род. п. яти ср. р., др. русск. теля ср. р. теленок , тельць, телица, сербск. цслав. телѧ μόσχος, ст. слав. тельць μόσχος (Супр.), болг. теле ср. р., сербохорв. тѐле, род. п. ета, словен. tẹle … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τείρω — Α κατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ. β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ. γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< *τερ jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ter «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
τερίνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένη, οἱ δὲ τερπωλή». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τέρυς*] … Dictionary of Greek
τερύνης — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἤ δυσανάληπτος γέρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς* «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna , αβεστ. tauruna «νέος, λεπτός»)] … Dictionary of Greek
τερύσκομαι — Α 1. (κυρίως στο γ εν. πρόσ.) τερύσκεται (κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει» 2. (στο γ εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)] … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek