τέρσω

τέρσω

τέρσω, äol. fut. von τείρω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τερσήεις — εσσα, εν, Α σκληρός, άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι «ξηραίνομαι» + ήεις (πρβλ. τεχν ήεις, βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • τερσαίνω — Α (ποιητ. τ.) αποξηραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι, κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”