- τάῤῥοθος
τάῤῥοθος, ὁ, = dem gebräuchlichern ἐπιτάῤῥοϑος, nur Lycophr. 360. 400. 1040. 1346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάῤῥοθος, ὁ, = dem gebräuchlichern ἐπιτάῤῥοϑος, nur Lycophr. 360. 400. 1040. 1346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάρροθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρροθος — ὁ, Α επιτάρροθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχημ. από το ἐπιτάρροθος* «βοηθός»] … Dictionary of Greek
τάρροθοι — τάρροθος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρροθον — τάρροθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)