τάλαν

τάλαν

τάλαν, gen. τάλανος, auch τάλαντος, Hippon. bei Choerob. in B. A. 1421, duldend, leidend, bes. duldsam, viel zu ertragen fähig, dah. zuweilen im tadelnden Sinne, dreist, frech, wie auch Od. 18, 327. 19, 68 von den Alten erkl. wird. in welchen beiden Stellen der voc. τάλαν steht; ἀνάγκαις ταῖςδ' ἐνέζευγμαι τάλας, Aesch. Prom. 108; οἲ ἐγὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς, Pers. 437; μητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρός, Spt. 1023, u. öfter, wie Soph., bes. ἀπόλλυμαι τάλας, z. B. Phil. 311; ἁ τάλαινα διάβορος νόσος, Trach. 1074; ἔρις, Eur. Hel. 255; ἴϑ' εἰς φυγὰν τάλαιναν, Phoen. 1704; Ar. oft, bes. ὦ τάλαν, freundliche Anrede, Lys. 910 u. sonst, wie ὦ τάλαινα, Eccl. 242; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως, Plut. 1044; selten in Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 5; – compar. ταλάντερος, ταλάντατος, Ar. Plut. 684. 1060. – [Theocr. 2, 4 ist in τάλας die letzte Sylbe kurz gebraucht.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάλαν — τάλας suffering masc voc sg τάλας suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλαν' — τάλανα , τάλας suffering neut nom/voc/acc pl τάλανα , τάλας suffering masc acc sg τάλανι , τάλας suffering masc/neut dat sg τάλανε , τάλας suffering masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • талан не туман, не мимо идет — (иноск.) о беде Ср. Зла беда, не буря Горами качает, Ходит невидимкой, Губит без разбору. От ее напасти Не уйти на лыжах, В чистом поле на/йдет, В темном лесе сыщет. Кольцов. 2. Песнь Лихача Кудрявича. Ср. Το τάλαν, злосчастие, τάλαντον, дары… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Талан не туман, не мимо идет — Таланъ не туманъ, не мимо идетъ (иноск.) о бѣдѣ. Ср. Зла бѣда, не буря Горами качаетъ, Ходитъ невидимкой, Губитъ безъ разбору. Отъ ея напасти Не уйти на лыжахъ, Въ чистомъ полѣ найдетъ, Въ темномъ лѣсѣ сыщетъ. Кольцовъ. 2. Пѣснь Лихача Кудрявича …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Minuscule 343 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 343 Name Mediolani Ambrosianus H Text Gospels Date 11th century …   Wikipedia

  • BUBULCI — iam Siracidis aetate contemptim habiti, vide Ecclesiastic. c. 38. v. 26. unde nihil mirum, quod in Theocriti Bucolisco Eunica puella bubulcum hôc sermone repellat, ἔῤῥ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο. Βωκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι, τάλαν: οὐ μεμάθηκα Α᾿γροίκως φιλέειν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”