- τάμισος
τάμισος, ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάμισος, ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάμισος — rennet fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάμισος — ἡ, ΜΑ πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β ἔταμ ον) με επίθημα σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η… … Dictionary of Greek
ταμίσοιο — τάμισος rennet fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίσου — τάμισος rennet fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίσῳ — τάμισος rennet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάμισον — τάμισος rennet fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδισος — μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
ταμίσιον — τὸ, ΜΑ [τάμισος] η πυτιά … Dictionary of Greek
ταμισίνης — ὁ, Α (ενν. τυρός) είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάμισος «πυτία» + επίθημα ίνης (πρβλ. ὀξ ίνης)] … Dictionary of Greek
tem-1, tend- — tem 1, tend English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… … Proto-Indo-European etymological dictionary