τάγης

τάγης

τάγης, , = ταγός, v. l. in Xen. Hell. 6, 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάγης — τά̱γης , τάγης masc nom sg τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… …   Dictionary of Greek

  • ταγῆς — τᾱγῆς , ταγέω to be ruler pres ind act 2nd sg (doric) ταγή line of battle fem gen sg (attic epic doric ionic) τᾱγῆς , ταγή line of battle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοταγής — ἰσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι αντίστοιχος με κάποιον άλλο κατά την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. αρτιο ταγής, νομο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροταγής — ές (Α ἑτεροταγής, ές) νεοελλ. αυτός που εμφανίζει ετεροταξία αρχ. αυτός που ανήκει ή έχει ταχθεί σε άλλη τάξη. επίρρ... ετεροταγώς με ετεροταγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. νομο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • νεοταγής — νεοταγής, ές (Μ) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοταγής — ές (ΑΜ ὁμοταγής, ές) 1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους 2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον 3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ… …   Dictionary of Greek

  • περισσοταγής — ές, Α (για αριθμό) ο τοποθετημένος σε μια σειρά περιττών αριθμών, σε αντιδιαστολή με τον αρτιοταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάγ ην), πρβλ. μεσο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”