- τάκω
τάκω, dor. statt τήκω, Pind. frg. 88, Theocr. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάκω, dor. statt τήκω, Pind. frg. 88, Theocr. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάκω — Α (δωρ. τ.) βλ. τήκω … Dictionary of Greek
τακῶ — τήκω melt aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάκω — τά̱κω , τήκω melt pres subj act 1st sg (doric) τά̱κω , τήκω melt pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek