τάνυμαι

τάνυμαι

τάνυμαι, = τανύομαι, τείνομαι, sich erstrecken, τάνυται Il. 17, 393.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • τανύοιτο — τάνυμαι to be stretched pres opt pass 3rd sg τανύω stretch fut opt mid 3rd sg (epic) τανύω stretch pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανύωνται — τάνυμαι to be stretched pres subj pass 3rd pl τανύω stretch pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάνυνται — τάνυμαι to be stretched pres ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάνυται — τάνυμαι to be stretched pres ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • τάνυση — η / τάνυσις, ύσεως, ΝΑ [τάνυμαι/ τανύω] 1. η ενέργεια τού τανύω, τέντωμα 2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο …   Dictionary of Greek

  • ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης …   Dictionary of Greek

  • ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… …   Dictionary of Greek

  • τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… …   Dictionary of Greek

  • τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”