- τάφρευσις
τάφρευσις, ἡ, = ταφρεία, Ael. H. A. 9, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάφρευσις, ἡ, = ταφρεία, Ael. H. A. 9, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάφρευση — η / τάφρευσις, εύσεως, ΝΑ [ταφρεύω] η κατασκευή τάφρων ή ο τρόπος ανόρυξής τους («τίς ὁ τρόπος τής τοιᾱσδε ταφρεύσεως», Αιλ.) … Dictionary of Greek
ταφρεύσεως — ταφρεύσεω̆ς , τάφρευσις digging fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)