τάρανδος

τάρανδος

τάρανδος, , ein nordisches gehörntes, vierfüßiges Thier; Theophr.; Ael. N. A. 2, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάρανδος — reindeer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρανδος — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους rangifer, της οικογένειας των ελαφιδών, υποδιαιρούμενα σε 2 είδη: τον τ. της τούνδρας (rangifer tarandus), διαδεδομένο στις βορειότερες περιοχές της Ευρασίας και το καριμπού (rangifer caribou), που ζει κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τάρανδος — ο θηλαστικό των βόρειων χωρών που μοιάζει με ελάφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάρανδον — τάρανδος reindeer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • καριμπού — (Caribou). Άγριος τάρανδος των αρκτικών ζωνών της Αμερικής. Διακρίνονται δύο τύποι κ.: το βόρειο κ. της τούνδρας και της τάιγκας και το δασόβιο κ. των δασών του Καναδά. Βλ. λ. τάρανδος …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • tarando — (Del lat. tarandus.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Reno, mamífero artiodáctilo con astas muy ramosas y pelaje espeso. * * * tarando (del lat. «tarandus», del gr. «tárandos») m. *Reno. * * * tarando. (Del lat. tarandus, y este del gr. τάρανδος) …   Enciclopedia Universal

  • CEBUS seu CEPUS — CEBUS, seu CEPUS simiae genus, Solin, c. 30. Iisdem fere temporibus (Dictatoris Caelaris) illic (Romae) exhibita monstra sunt. Cepos appellant, quorum posteriores pedes crure et vestigiô humanos artus mentiuntur: priores hominum manus referunt:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”