τάραγμα

τάραγμα

τάραγμα, τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάραγμα — disquietude neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραγμα — το, ΝΑ, και τάραμα Ν [ταράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τόν έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ανακίνηση, ανακάτεμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • τάραγμα — το, ατος 1. ανατάραξη, διατάραξη, ανακάτωμα. 2. ψυχική ταραχή: Τον έπιασε τάραγμα σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταράγματι — τάραγμα disquietude neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράγματος — τάραγμα disquietude neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραμα — το, Ν βλ. τάραγμα …   Dictionary of Greek

  • Γιοφύλλης, Φώτος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1981). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και δημοσιογράφου Σπύρου Μουσούρη. Παράλληλα με τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής και γλυπτικής της Κέρκυρας. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική και …   Dictionary of Greek

  • ταραγμός — ο τάραγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”