τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ … Dictionary of Greek
τηυσίως — τηύσιος idle adverbial τηύσιος idle masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηύσιον — τηύσιος idle masc acc sg τηύσιος idle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίη — τηύσιος idle fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίην — τηύσιος idle fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίου — τηύσιος idle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηύσιοι — τηύσιος idle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тайна — тайный, тайком, укр. тайна, тайний, др. русск. таи тайный, тайна , таина, таинъ, таити, таю, ст. слав. таи λάθρα (Супр.), таинъ ἀπόκρυφος, κρυπτόμενος (Супр.), таина μυστήριον (Супр.), болг. тайна, тайно, сербохорв. таjати таить , та̑jна, словен … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αύσιος — αὔσιος, ον (Α) τηΰσιος*, μάταιος … Dictionary of Greek
διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική … Dictionary of Greek
ταΰσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τηΰσιος … Dictionary of Greek