τηΰσιος

τηΰσιος

τηΰσιος, (nach Einigen ion. für ταύσιος statt αὔσιος, = μάταιος, was mit αὐτως zusammenhangen könnte; nach Eustath. zu Od. 3, 316 von δεύω für δεύσιος, eigtl. ein nasses Jahr, oder wie ἅλιος, = πονηρός; vgl. noch Schol., die auch ἐτηΰσιος haben, an ἐτώσιος erinnernd), leer, e i tel, vergeblich; σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλϑῃς, Od. 3, 316. 15, 13; τηΰσιον ἔπος, ein eitles, thörichtes, vermessenes Wort, H. h. Apoll. 540. – Adv., Theocr. 25, 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ …   Dictionary of Greek

  • τηυσίως — τηύσιος idle adverbial τηύσιος idle masc acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηύσιον — τηύσιος idle masc acc sg τηύσιος idle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηυσίη — τηύσιος idle fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηυσίην — τηύσιος idle fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηυσίου — τηύσιος idle masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηύσιοι — τηύσιος idle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тайна — тайный, тайком, укр. тайна, тайний, др. русск. таи тайный, тайна , таина, таинъ, таити, таю, ст. слав. таи λάθρα (Супр.), таинъ ἀπόκρυφος, κρυπτόμενος (Супр.), таина μυστήριον (Супр.), болг. тайна, тайно, сербохорв. таjати таить , та̑jна, словен …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αύσιος — αὔσιος, ον (Α) τηΰσιος*, μάταιος …   Dictionary of Greek

  • διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική …   Dictionary of Greek

  • ταΰσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τηΰσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”