- τοὔμπροσθεν
τοὔμπροσθεν, zsgzgn statt τὸ ἔμπροσϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοὔμπροσθεν, zsgzgn statt τὸ ἔμπροσϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοὔμπροσθεν — ἔμπροσθεν , ἔμπροσθεν before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαβιβάζω — Α διαβιβάζω κάτι από πριν («εἰς τοὔμπροσθεν ἔτι προδιεβίβασαν αὐτά», Γαλ.) … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek