- τοξήρης
τοξήρης, ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξήρης, ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξήρης — furnished with the bow masc/fem acc pl (attic epic doric) τοξήρης furnished with the bow masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξήρης — ῆρες, Α 1. οπλισμένος με τόξο («τοξήρης χείρ», Ευρ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.) 3. αυτός που προέρχεται από τόξο («τοξήρης ψαλμός» ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον +… … Dictionary of Greek
τοξήρει — τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut dat sg τοξήρεϊ , τοξήρης furnished with the bow dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξήρη — τοξήρης furnished with the bow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek