- τλάμων
τλάμων, ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλάμων, ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλάμων — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τλήμων … Dictionary of Greek
τλάμων — τλά̱μων , τλήμων patient masc/fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek