τηλία — τηλίᾱ , τηλία board fem nom/voc/acc dual τηλίᾱ , τηλία board fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… … Dictionary of Greek
τηλίᾳ — τηλίαι , τηλία board fem nom/voc pl τηλίᾱͅ , τηλία board fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίας — τηλίᾱς , τηλία board fem acc pl τηλίᾱς , τηλία board fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίαν — τηλίᾱν , τηλία board fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλιῶν — τηλία board fem gen pl τηλίζω resemble fenugreek fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… … Dictionary of Greek
σαλία — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῡσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία». (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία. (III) ἡ, Μ [σαλός] μωρία … Dictionary of Greek
σηλία — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία … Dictionary of Greek
tel-2, telǝ-, telu- — tel 2, telǝ , telu English meaning: flat, flat ground, board Deutsche Übersetzung: “flach, flacher Boden, Brett” Material: O.Ind. tala n. ‘surface, plain, area, Ebene, palm, sole”, secondary talimam n. “ floor “, tü lu n. “… … Proto-Indo-European etymological dictionary