τηλοτέρω

τηλοτέρω

τηλοτέρω, adv. comp. zu τηλοῦ, ferner, Arat. Dios. 328.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηλοτέρω — Α επίρρ. βλ. τηλότερος …   Dictionary of Greek

  • τηλοτέρω — τηλοτάτω farthest away masc/neut nom/voc/acc dual τηλοτάτω farthest away masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλότερος — έρα, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά, πιο απομακρυσμένος. επίρρ... τηλοτέρω Α σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. ό τερος τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μακρ ό τερος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”