- τολμητικός
τολμητικός, = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμητικός, = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμητικός — και δωρ. τ. τολματικός, ή, όν, Α [τολμητής] τολμηρός … Dictionary of Greek
τολμητικά — τολμητικός neut nom/voc/acc pl τολμητικά̱ , τολμητικός fem nom/voc/acc dual τολμητικά̱ , τολμητικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητικόν — τολμητικός masc acc sg τολμητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)