τλημοσύνη — misery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημοσύνῃ — τλημοσύνη misery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημοσύνη — ἡ, Α [τλήμων, ονος] 1. καρτερία, υπομονή («τλημοσύνῃ καὶ ἀρετῇ πρὸς τὰ δεινὰ χωρούντων», Πλούτ.) 2. ταλαιπωρία, δεινά («ἀνθρώπων τλημοσύνας», Ύμν. Απόλλ.) … Dictionary of Greek
τλημοσύναι — τλημοσύνη misery fem nom/voc pl τλημοσύνᾱͅ , τλημοσύνη misery fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημοσύνην — τλημοσύνη misery fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημοσύνης — τλημοσύνη misery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημοσύνας — τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη misery fem acc pl τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη misery fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek