- τηλικόνδε
τηλικόνδε, = τηλίκος; Soph. O. R. 1508 O. C. 1118, vgl. Ant. 723; Plat. oft τηλικόςδε ὤν, in solchem Alter, vgl. Apol. 25 d Soph. 234 e; auch τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες, Crit. 49 a; Luc. Herc. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλικόνδε, = τηλίκος; Soph. O. R. 1508 O. C. 1118, vgl. Ant. 723; Plat. oft τηλικόςδε ὤν, in solchem Alter, vgl. Apol. 25 d Soph. 234 e; auch τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες, Crit. 49 a; Luc. Herc. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλικόνδε — τηλικόσδε of such an age masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικόσδε — ήδε, όνδε, Α 1. αυτός που έχει τέτοια ηλικία (α. «ὅς τηλικόσδ ὤν κἀπὶ τέρμ ἥκων βίου», Ευρ. β. «τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες», Πλάτ. γ. «τηλικάσδ ὁρῶν πάντων ἐρήμους», Σοφ.) 2. τόσο μεγάλος («ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος*, κατά … Dictionary of Greek