- τηλε-βόας
τηλε-βόας, ὁ, fernhin od. weit in die Ferne schreiend. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλε-βόας, ὁ, fernhin od. weit in die Ferne schreiend. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… … Dictionary of Greek
μεγαλοβόας — μεγαλοβόας, α, ὁ (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek
νυκτιβόας — νυκτιβόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek
οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας … Dictionary of Greek
ταυροβόας — ὁ, Α αυτός που έχει φωνή ταύρου, που μουγκρίζει σαν ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek