- τηλόσε
τηλόσε, adv., in die Ferne, weithin; Il. 4, 455. 22, 407; Eur. I. T. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλόσε, adv., in die Ferne, weithin; Il. 4, 455. 22, 407; Eur. I. T. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλόσε — to a distance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλόσε — Α επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε)] … Dictionary of Greek
τηλόσ' — τηλόσε , τηλόσε to a distance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek