- τηλυγέτης
τηλυγέτης, ὁ, = τηλύγετος, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλυγέτης, ὁ, = τηλύγετος, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλυγέτης — ὁ, Α βλ. τηλύγετος … Dictionary of Greek
τηλυγέτης — τηλύγετος a darling son fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλύγετος — και τηλυγέτης, έτη, ον, Α 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ. β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ. γ.… … Dictionary of Greek