- τλησί-μοχθος
τλησί-μοχθος, = Folgdm, Eur. frg. bei Pol. 7, 106, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλησί-μοχθος, = Folgdm, Eur. frg. bei Pol. 7, 106, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] … Dictionary of Greek