τλησι-κάρδιος

τλησι-κάρδιος

τλησι-κάρδιος, = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένϑεια, Ag. 430.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τλησικάρδιος — τλησῑκάρδιος , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερψικάρδιος — α, ο, Ν τερψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά] …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”