- τομάριον
τομάριον, τό, dim. von τόμος, ein kleiner Band, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομάριον, τό, dim. von τόμος, ein kleiner Band, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομάριον — small volume neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομαρίων — τομάριον small volume neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομαρίῳ — τομάριον small volume neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομάρια — τομάριον small volume neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομάρι — το / τομάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ειρων. το ανθρώπινο σώμα («μόνο για το τομάρι του νοιάζεται») 2. μτφ. (για πρόσ.) παλιάνθρωπος 3. φρ. α) «πουλάω ακριβά το τομάρι μου» υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου β) «φυλάει το τομάρι του» (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek