- τοξο-βέλεμνος
τοξο-βέλεμνος, = Folgdm, Orph. H. 33, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξο-βέλεμνος, = Folgdm, Orph. H. 33, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοβέλεμνος — ον, Α αυτός που φέρει χρυσά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βέλεμνον «βέλος» (πρβλ. τοξο βέλεμνος)] … Dictionary of Greek