κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
πτηνοτοξοπυρφόρος — ον, Μ αυτός που φέρει, που έχει στη διάθεσή του πτέρυγες, τόξο και φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + τόξον + πῦρ + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek
τοξοφόρος — ο, η, ΝΑ, θηλ. και α Ν αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο αρχ. 1. προσωνυμία τού Απόλλωνος, τής Αρτέμιδος και τού Ηρακλέους 2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι α) οι τοξότες β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek