τοξ-αλκής

τοξ-αλκής

τοξ-αλκής, ές, bogengewaltig, den Bogen beherrschend, ein gewaltiger Bogenschütze, Orph. H. 57, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαλκής — εὐαλκής, ές (Α) ισχυρός, άλκιμος («εὐαλκής νεότης», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλκής (< αλκή «δύναμη»), πρβλ. αν αλκής, τοξ αλκής] …   Dictionary of Greek

  • κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”