- τοξ-ελκής
τοξ-ελκής, ές, den Bogen anziehend, spannend (und mit ihm schießend), Maneth. 4, 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξ-ελκής, ές, den Bogen anziehend, spannend (und mit ihm schießend), Maneth. 4, 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek