τηνικάδε

τηνικάδε

τηνικάδε, adv., = τηνίκα (wie τόσος, τοσόςδε, ἔνϑα, ἐνϑάδε u. ä.); μὴ αὔριον τηνικάδε οὐκέτι ᾖ οἷός τε, morgen um diese Zeit, Plat. Phaed. 76 c; bes. = so früh am Tage, Prot. 310 b Crat. 43 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηνικάδε — at this time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… …   Dictionary of Greek

  • τηνικάδ' — τηνικάδε , τηνικάδε at this time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομέταζε — Α (κατά τον Ησύχ.) «τηνικάδε» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”