- τηνεσμός
τηνεσμός, ὁ, f. L. für τεινεσμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηνεσμός, ὁ, f. L. für τεινεσμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηνεσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνεσμός — ὁ, Α βλ. τεινεσμός … Dictionary of Greek
τηνεσμῷ — τηνεσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνεσμόν — τηνεσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… … Dictionary of Greek