- τηγάνιον
τηγάνιον, τό, dim. von τήγανον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγάνιον, τό, dim. von τήγανον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγάνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγάνιον — τὸ, ΜΑ βλ. τηγάνι … Dictionary of Greek
каганец — жировой глиняный светильник , укр. каганець – то же, чеш. kahan, kаhаnес светильник , слвц. kahan, польск. kaganiec – то же. Неясно. Популярное объяснение из греч. τά̄γηνον, τήγανον сковорода (см. Бернекер 1, 468; см. Маценауэр 39) опровергается… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τηγάνι — Oνομασία μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί στις ακτές της νότιας Αργολίδας. 2. Νησί στη δυτική πλευρά Ήλιδας, μπροστά στο ακρωτήριο Κατάκωλο. 3. Νησί στο νότιο Αιγαίο κοντά στο στενό Πάρου Αντίπαρου. 4. Νησί N της Αστυπάλαιας. Oνομάζεται και Αγία… … Dictionary of Greek