ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
κερατογλύφος — κερατοφλύφος, ον (Α) αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ξοανογλύφος — ξοανογλύφος, ὁ (Μ) γλύπτης ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ξυλογλύφος — ξυλογλύφος, ον (Α) αυτός που σκαλίζει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
τυρογλύφος — ο, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ακάρεων τής οικογένειας τυρογλυφίδες αρχ. (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει, που σκαλίζει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γλύφος (< γλύφω) πρβλ. τοκο γλύφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι… … Dictionary of Greek
τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek