- τοκο-πράκτωρ
τοκο-πράκτωρ, ὁ, der Zinsen eintreibt, erpreßt, Phryn. in B. A. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοκο-πράκτωρ, ὁ, der Zinsen eintreibt, erpreßt, Phryn. in B. A. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek