- τηκεδανός
τηκεδανός, schmelzend, geschmolzen, schmelzbar, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηκεδανός, schmelzend, geschmolzen, schmelzbar, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηκεδανός — όν, Α 1. αυτός που τήκεται εύκολα, εύτηκτος 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηκεδανοῑο τηκομένου, τήκοντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω, κατά τα επίθ. σε δανός (πρβλ. τυφε δανός)] … Dictionary of Greek