τοκετός

τοκετός

τοκετός, , = τόκος, 1) Geburt, Niederkunft; Arist. gen. an. 2, 8; Leon. Tar. 71 (VII, 163). – 2) das Geborene, Agath. prooem. Anth. (IV, 3, 64).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοκετός — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — ο γέννα, γέννηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοκετοῖο — τοκετός childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοῖς — τοκετός childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοί — τοκετός childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετοῦ — τοκετός childbirth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετούς — τοκετός childbirth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετέ — τοκετός childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετῶν — τοκετός childbirth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκετῷ — τοκετός childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”