τοκιστής

τοκιστής

τοκιστής, , der Wucherer; Plat. Alc. II, 149 e; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοκιστής — money lender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκιστής — ο, θηλ. τοκίστρια, ΝΑ [τοκίζω] 1. αυτός που τοκίζει, που δανείζει με τόκο 2. (γενικά) δανειστής νεοελλ. φρ. «τοκιστής και σουλατσαδόρος» άνθρωπος που δεν εργάζεται, φυγόπονος …   Dictionary of Greek

  • τοκιστής — ο 1. αυτός που δανείζει με τόκο. 2. άνθρωπος άνεργος, τεμπέλης: Τοκιστής και σουλατσαδόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοκισταῖς — τοκιστής money lender masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκισταί — τοκιστής money lender masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκιστῇ — τοκιστής money lender masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκιστήν — τοκιστής money lender masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκιστῶν — τοκιστής money lender masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουλατσαδόρος — και σολατσαδόρος, ο, θηλ. σουλατσαδόρισσα, Ν 1. αυτός που σουλατσάρει, ο αργόσχολος 2. φρ. «είναι τοκιστής και σουλατσαδόρος» λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι άνεργος και άπορος, συμπεριφέρεται σαν να ήταν τοκιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • τοκιστάς — τοκιστά̱ς , τοκιστής money lender masc acc pl τοκιστά̱ς , τοκιστής money lender masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικός — ή, ό (Α δανειστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται σε δάνειο ή σε δανειστή 2. όποιος δίνει δάνεια ή είναι πρόθυμος να δανείζει νεοελλ. αυτός που δίνει για χρησιμοποίηση αντικείμενα με συγκεκριμένη διαδικασία και με την υποχρέωση τής επιστροφής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”