- τοιχο-γράφος
τοιχο-γράφος, an die Wand schreibend, malend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοιχο-γράφος, an die Wand schreibend, malend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξιγράφος — ο, η (Α λεξιγράφος και λεξογράφος) αυτός που ασχολείται με την καταγραφή λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, τοιχο γράφος] … Dictionary of Greek
θρανογράφος — θρανογράφος, ὁ (Α) τοιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράνος + γράφος* (πρβλ. τοιχο γράφος)] … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
τοιχογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που γράφει ή ζωγραφίζει σε τοίχο νεοελλ. ζωγράφος ειδικευμένος στην τοιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + γράφος*] … Dictionary of Greek