- τοιχ-ορύκτης
τοιχ-ορύκτης, ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοιχ-ορύκτης, ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρορύκτης — νεκρορύκτης, ὁ (Α) αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχ ορύκτης, χρυσ ορύκτης] … Dictionary of Greek
φρεατορύκτης — ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α φρεατωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρ ορύκτης, τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek
τυμβορύκτης — ὁ, Μ ο τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek