τουτῶθεν, adv., von dorther, Theocr. 4, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τουτῶθεν — τουτόθεν from here indeclform (adverb) τουτῶθεν thence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουτώθεν — Α επίρρ. ἐντεῦθεν, από εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουτῶ + επιρρμ. κατάλ. θεν (βλ. λ. θε), πρβλ. τηνῶ θεν] … Dictionary of Greek