- τουτεί
τουτεί, adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τουτεί, adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τουτεί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουτεί — και τουτεί Α επίρρ. (δωρ. τ.) εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. τής αντων. οὗτος + επιρρμ. κατάλ. εῖ / εί (πρβλ. παντ εῖ)] … Dictionary of Greek
τουτώ — Α [τοῦτο] επίρρ. (δωρ. τ.) τουτεῖ, ταύτῃ … Dictionary of Greek