- προ-φύλαξις
προ-φύλαξις, ἡ, Vorsicht, Schol. Aesch. Prom. 906.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-φύλαξις, ἡ, Vorsicht, Schol. Aesch. Prom. 906.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυφυλαξία — η, Ν ταχεία εξασθένηση τής δραστικότητας ενός φαρμάκου ύστερα από επανειλημμένη χορήγησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyphylaxis < ταχυ * + φύλαξις (πρβλ. προ φύλαξις)] … Dictionary of Greek